Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ φυλάττοντες

См. также в других словарях:

  • φυλάττοντες — φυλάσσω keep watch and ward pres part act masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»